απτερύγωτος
Смотреть что такое "απτερύγωτος" в других словарях:
απτέρυγος — κ. αφτέρουγος κ. απτερύγωτος, η, ο (Α ἀπτέρυγος, ον) αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά … Dictionary of Greek
απτέρυγος — κ. αφτέρουγος κ. απτερύγωτος, η, ο (Α ἀπτέρυγος, ον) αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά … Dictionary of Greek